- περιτιθέναι
- περιτίθημιplacepres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одѣти — (41), ОДЕЖ|ОУ, ЕТЬ гл. Одеть кого л., снабдить одеждой: алъчьна напитаѥмъ и нага одежемъ. Изб 1076, 94; повелѣ оц҃ь ѥго… одѣти и въ прежереченѹю одежю. ЖФП XII, 34б; толико ты нагаго одежи. то мене ѥси съгрѣлъ. СбТр XII/XIII, 13 об.; въ первоѥ мѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ORARIUM — vox medii aevi ab ora extremitatem vestium denotat, seu limbum, qui orae attexitur: ab ore, peplum designat, infulamque illam, quae involvit et aperit ora seu vultum, ut habet Ioh. de Ianua. Vide Salmas. ad Vopisc. loc. cit. Proprie vero sic… … Hofmann J. Lexicon universale
κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… … Dictionary of Greek
ψεφάσθαι — Α [ψέφας] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταμελεῑσθαι καὶ οἷον σκότος περιτιθέναι τοῑς λεγομένοις» … Dictionary of Greek